- υπερκορεσμένος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που έχει υποστεί υπερκορεσμό («υπερκορεσμένο επάγγελμα»)2. φρ. «υπερκορεσμένο διάλυμα»φυσ.-χημ. υπέρκορο διάλυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. υπερκορεννύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπέρκορος — η, ο / ὑπέρκορος, ον, ΝΑ ο υπέρμετρα κορεσμένος, υπερκορεσμένος νεοελλ. 1. φυσ. χημ. (για διάλυμα) αυτός στον οποίο η συγκέντρωση τής διαλυμένης ουσίας είναι μεγαλύτερη από εκείνην που αντιστοιχεί στην κατάσταση κορεσμού του στις ίδιες συνθήκες,… … Dictionary of Greek